Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "Σ σ ς"
1 εγγραφή
Σ, σ, ς το [síγma] (άκλ.) : 1. το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο σίγμα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Σ' ή σ' = διακόσια ή διακοσιοστός: Στη σελίδα σμδ' (= 244η) της εισαγωγής. || 'Σ ή 'σ = διακόσιες χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Σ ή σ = δέκατος όγδοος: Οι ραψωδίες Σ [síγma] της Iλιάδας και σ της Οδύσσειας.

[αρχ. Σ (σημιτ. προέλ.)· προφ. [s], πριν από ηχηρό σύμφ. [z] : αρχ. κόσμος, διπλό <σσ>: προφ. [ss] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και σίγμα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες