Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Π, π το [pí] (άκλ.) : 1.το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο πι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) Π' ή π' = ογδόντα ή ογδοηκοστός: Στη σελίδα πδ' (= 84η) της εισαγωγής. || 'Π ή 'π = ογδόντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) Π ή π = δέκατος έκτος: Οι ραψωδίες Π [pí] της Iλιάδας και π της Οδύσσειας.
[αρχ. Π (σημιτ. προέλ.)· προφ. [p], διπλό <ππ>: προφ. [pp] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και πι)]