Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- M, μ το [mí] (άκλ.) : 1. το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο μι*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) M' ή μ' = σαράντα ή τεσσαρακοστός: Στη σελίδα μδ' (= 44η) της εισαγωγής. || 'M ή 'μ = σαράντα χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) M ή μ = δωδέκατος: Οι ραψωδίες M [mí] της Iλιάδας και μ της Οδύσσειας.
[αρχ. Μ (σημιτ. προέλ.)· προφ. [m], διπλό <μμ>: προφ. [mm] μέχρι το μεσαίωνα· (δες και μι 1)]