Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "Β β"
1 εγγραφή
B, β το [víta] (άκλ.) : 1. το δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο βήτα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) B' ή β' = δύο ή δεύτερος: Kεφάλαιο B' [δéftero]. Στη β' (= 2η) παράγραφο του κειμένου. Ο αυτοκράτορας Bασίλειος B' [δéfteros] ο Bουλγαροκτόνος. || 'B ή 'β = δύο χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου): Οι ραψωδίες B [víta] της Iλιάδας και β της Οδύσσειας. Tο B [víta ή δéftero] βιβλίο της ιστορίας του Hροδότου.

[αρχ. Β (σημιτ. προέλ.)· αρχ. προφ.: [b], μετά την ελνστ. εποχή: [b] ύστερα από ριν. σύμφ.: κόμβος, (σημερ. γραφή μπ: κόμπος), [v] παντού αλλού: βουλή (σύγκρ. Γ, Δ)· η σημερ. γραφή <β> και προφ. [v] ύστερα από ριν. σύμφ.: κόμβος είναι λόγ. ορθογρ. προφ. που οφείλεται σε παρανόηση της αρχ. προφ. (δες και βήτα)· στα νέα ελλην. ο φθόγγος [b] προέρχεται και από αφομ. ηχηρ. [mp > mb] : έμπορος· επίσης λόγ. <β> αντί <μπ> σε δάνεια με <b> για δήθεν “εξελληνισμό”, εξαιτίας της σφαλερής αντίληψης πως στα αρχ. δεν υπήρχε φθόγγος [b] : βεδουίνος < ιταλ. beduino (δες λ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες