Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μεράκι
1 item total
μεράκι το [meráki] Ο44 : 1. πολύ έντονη επιθυμία· (πρβ. πόθος): Έχω ~ να πάω στο Παρίσι. Aν το παιδί δεν έχει ~ για γράμματα, μην το πιέζεις. 2. έντονη αγάπη και φροντίδα για κτ., ιδίως για ορισμένη δραστηριότητα· (πρβ. γούστο): Ο παλιός μάστορας δούλευε με ~, όχι τυποποιημένα όπως ο σύγχρονος οικοδόμος. 3. (συνήθ. πληθ.) έντονα ευάρεστο συναίσθημα που συνήθ. προέρχεται από τη διασκέδαση· (πρβ. κέφι): Aπόψε ήπιε κάτι παραπάνω και ήλθε στα μεράκια.

[τουρκ. merak (από τα αραβ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go