Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "άμουσος -η -ο"
1 item total
άμουσος -η -ο [ámusos] Ε5 : 1.που δεν έχει μουσική παιδεία ή μουσική ευαισθησία. || που δεν έχει μουσικότητα: Tα περισσότερα καινούρια τραγούδια είναι άμουσα. 2. (παρωχ.) που δεν έχει ευρύτερη καλλιτεχνική παιδεία, καλλιέργεια.

[λόγ. < αρχ. ἄμουσος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go