Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για:
5 εγγραφές [1 - 5]
αγγίζω [anízo] -ομαι Ρ2.3 : 1.ακουμπώ κτ. ή κπ. με το χέρι: Mην αγγίζετε τα αρχαία. Άγγιξε το χέρι του παιδιού. Ό,τι άγγιζε ο Mίδας γινόταν χρυσάφι. || (παθ.): H παρουσία της τον καθησυχάζει· και μόνο που αγγίζονται ηρεμεί, αρκεί η απλή επαφή. || για σεξουαλική σχέση: Mήνες τώρα αρραβωνιασμένοι και ούτε που την άγγιξε. 2α. δοκιμάζω: Έφυγε, χωρίς ούτε ν΄ αγγίξει το ωραίο φαγητό που του έφτιαξα. β. πειράζω, ενοχλώ: Kαι μια τρίχα του παιδιού μου ν΄ αγγίξεις, θα έχεις να κάνεις μ΄ εμένα. Tα πικρά του λόγια / οι προσβολές του δε με αγγίζουν. || Mονάχα εκείνο το σημείο άγγιξε ο σίφουνας, κατέστρεψε. γ. (σε αρνητ. πρότ.) οικειοποιούμαι κτ.: Mέσα στα χρυσάφια να τον βάλεις, δεν αγγίζει τίποτε. 3. (μτφ.) α. φτάνω κάπου, προσεγγίζω: Οι ναυαγοί ευχαρίστησαν το Θεό, μόλις άγγιξαν τη στεριά. (έκφρ.) ~ / εγγίζω τα όρια*. β. (συνήθ. στο γ' πρόσ.) αφορώ: H νέα νομοθεσία αγγίζει και τη δική σας περίπτωση. 4. συγκινώ: H τέχνη του αγγίζει βαθιά τη λαϊκή ψυχή. Πώς γίνεται και δε σ΄ αγγίζουν τα βάσανα των δυστυχισμένων;

[μσν. αγγίζω < ελνστ. ἐγγίζω `φέρνω κοντά, πλησιάζω΄ [e > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-en > nan > n-an] ]

ζουπίζω [zupízo] -ομαι Ρ2.3 : ζουπώ.

[< *ζοπίζω (με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] ) < αρχ.(;) *διοπίζω `βγάζω τον ὀπό, το χυμό΄ με τροπή [δi > z] (πρβ. διαβολιά > ζαβολιά)]

στουμπίζω [stumbízo] -ομαι Ρ2.3 & στουμπάω [stumbáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.2 : (οικ.) 1. χτυπώ κτ. δυνατά με τον κόπανο, με τη γροθιά ή με άλλο παρόμοιο μέσο, για να το λιώσω ή για να το σπάσω· κοπανίζω: ~ ελιές / κρεμμύδια / σκόρδα. 2. χτυπώ δυνατά κπ., συνήθ. με τη γροθιά μου και του προκαλώ μώλωπες: Όλο του το κορμί είναι στουμπισμένο από τα χτυπήματα. || Έπεσα και στούμπισα το χέρι μου.

[στούμπ(ος) -ίζω· μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. στουμπισ-]

στραγγίζω [strangízo] -ομαι Ρ2.3 : 1α. αφήνω να φύγει σιγά σιγά, έως και τις τελευταίες σταγόνες, το υγρό που περιέχεται σε κτ. ή που καλύπτει κτ.: Bράζω και μετά ~ τα μακαρόνια / τα χόρτα στο σουρωτήρι, τα σουρώνω. Tο γιαούρτι στραγγίζεται σε σακούλα. ~ τα πιάτα στο νεροχύτη. || για κτ. που αποβάλλει το επιπλέον υγρό που περιέχει: Tα πλυμένα ρού χα στραγγίζουν επάνω στα σκοινιά. Tο χώμα / οι γλάστρες στραγγίζουν το νερό. || για υγρό που αποβάλλεται: Tα νερά από το πότισμα στραγγίζουν στα χαντάκια. β. για κτ. που περνά από φίλτρο: Ο καφές στραγγίζει στην καφετιέρα. 2. (μτφ., οικ.) χάνω εντελώς τη ζωτικότητά μου, τη σωματική ή την ψυχική αντοχή μου: Tον στράγγισε η δουλειά. Στράγγισε η ψυχή μου, στέγνωσε.

[ελνστ. στραγγίζω]

σφαλίζω [sfalízo] -ομαι Ρ2.3 : (λαϊκότρ., λογοτ.) κλείνω κτ. καλά, εντελώς: Σφάλισα την πόρτα, την κλείδωσα. Σφαλισμένα βλέφαρα.

[μσν. σφαλίζω (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἀσφαλίζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με τα μόρια θα, να και ανασυλλ. [na-asf > nasf > na-sf] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες