Bilingual glossary of terms in applied linguistics

Search options

 

261 items total [141 - 150]
coordinating construction [συμπλεκτική παράταξη]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
258
coordinating connection [συμπλεκτική σύνδεση]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
213
context [συμφραζόμενα]

The features (linguistic, notional, etc.) that arise from the whole linguistic or pragmatic environment in which language is used. Context is more specifically related to the following: 1. The direct linguistic environment in a sentence. 2. The conceptual structure of continuous speech. 3. The features included in the definition of a concept. 4. The pragmatic co-text of a situation.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
62, 76, 77, 86, 86 87, 95 19, 128, 147, 153
contextual framework [συμφραστικό πλαίσιο]

The whole structure of context in one or more sentences. The meaning of linguistic items depend on the context (i.e. exactly to which entities refer the items or actions).

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
127
agreement [συμφωνία]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
228
agreement of gender [συμφωνία γένους]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
206, 216
agreement of the main parts of a sentence [συμφωνία κύριων όρων πρότασης]

The main parts of the sentence are primarily the subject and the verb and secondarily the object(s). Agreement between the subject and the verb means that the person of the verb (1st, 2nd and 3rd, singular or plural) has to be in the same person and number (and to some extent case) of the subject. E.g. Tom (3rd person) goes to school everyday. I (1st person) am here now.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
102, 119 200, 239
agreement of case [συμφωνία πτώσης]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
219
consonant cluster [συμφωνικό σύμπλεγμα]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
250
consonant [σύμφωνο]

Phonetically it is the phoneme that a) in its articulation encounters an obstruction and b) has short duration. The opposite of the consonant is the vowel.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
249, 25 147, 194, 195
< Previous   1... 13 14 [15] 16 17 ...27   Next >
Go to page:Go