Δίγλωσσο γλωσσάριο όρων εφαρμοσμένης γλωσσολογίας

Επιλογές αναζήτησης

 

140 εγγραφές [1 - 10]
δάνεια λέξη [loan word]

Η λέξη την οποία μια γλώσσα έχει δανειστεί από μια άλλη γλώσσα, και η οποία λέξη έχει ενταχθεί, ολοκληρωτικά ή εν μέρει, φωνολογικά, μορφολογικά (και σημασιολογικά) στη συγκεκριμένη γλώσσα. Π.χ. Η λέξη philosophy είναι δάνεια λέξη της αγγλικής από την ελληνική γλώσσα.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
109, 2.2.2.3.125 206, 217
δάσκαλος [teacher]

Tο άτομο το οποίο έχει κάνει ειδικές σπουδές για να οργανώνει και να μεταδίδει γνώσεις σε μαθητές, και να αξιολογεί το βαθμό που οι γνώσεις αυτές έχουν αφομοιωθεί από τους μαθητές.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
11, 135, 169, 174
δείκτης ευγένειας [politeness index]

Tο σύνολο γλωσσικών τύπων που ένας ομιλητής χρησιμοποιεί (όπως χρήση του πληθυντικού στα ρήματα, επισχετικές και δυνητικές εκφράσεις κλπ.) που φανερώνουν πόσο ευγενής είναι ο συγκεκριμένος ομιλητής.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
160, 162
δείκτης κατανόησης [comprehension index]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
124
δείκτης λειτουργικής σημασίας [index of functional significance]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
227 242
δείκτης οργάνωσης λόγου [index of speech organisation]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
136
δεικτικό μόριο [demonstrative particle]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
44 118
δείξη [deixis]

Tο γλωσσικό/γλωσσολογικό φαινόμενο κατά το οποίο στο λόγο γίνεται αναφορά σε εξωγλωσσικές οντότητες, δηλαδή σε οντότητες, τόπους ή χρόνους, που δεν έχουν αναφερθεί προηγουμένως στο λογο.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
37, 44, 116 39, 42, 52, 135 18, 99, 104, 119 97, 117
δέκτης καθοδήγησης [guidance receptor]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
88
δεκτική ενέργεια (ομιλητή) [receptive index of speaker]

Η κίνηση και η έκφραση του προσώπου του ομιλητή που δείχνει ότι αντλαμβάνεταi ό, τι του λέει ο συνομιλητής του.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
2.13, 61
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...14   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες