Παράλληλη αναζήτηση
3.140 εγγραφές [281 - 290] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάγερμα [anáyerma] το, (& region. ανάγειρμα)
- ① declivity, descending slope (syn κατωφερής κλίση):
- το σπίτι ήταν μέσα σε κήπο με δέντρα και με λουλούδια κι ως πέρα, ως το ~ της λοφοπλαγιάς τα πεύκα μοσκομύριζαν (Glezos)
- ② phr ~ του ήλιου, sunset (syn ηλιοβασίλεμα, ηλιόγερμα):
- folks. και μες στ' ανάγειρμα του ηλιού ποτέ σου μη με κλάψης (Zak)
[der of MG, ModG αναγέρνω]
- ① declivity, descending slope (syn κατωφερής κλίση):
- αναγερμένος, -η, -ο [anayerménos] (& αναγειρμένος)
- ① turned up, raised (syn ανασηκωμένος, υψωμένος):
- το αναγερμένο κεφάλι, e.g. ο πατέρας με το κεφάλι αναγερμένο συλλογιζόταν |
- βαδίζει με το κεφάλι ελαφρά αναγερμένο |
- μύτη αναγερμένη |
- χορεύτρια με αναγερμένο το πίσω σώμα νυχοπατεί (Karouzou) |
- το σώμα αναγερμένο προς τα πίσω, όπως κάνουν οι ιππείς όταν τροχάζουν (Dakaris) |
- τα χέρια της κουράστηκαν να στέκονται αναγερμένα (Karagatsis) |
- με το πηλίκιον αναγειρμένο ψηλά (Palam) |
- αναγερμένες σκεπές των σπιτιών (Panagiotop) |
- ο βαρκάρης κρατάει αναγερμένα τα κουπιά |
- λουλουδάκια με μίσχους γερτούς και με αναγερμένα τα βελουδένια τους φύλλα (Karagatsis)
- ⓐ erect:
- σμίγοντας το κορμί της παράφορα με την αναγερμένη σε γονιμική οχεία σάρκα του άντρα της (id.)
- ② reclining (syn αναγερτός, ξαπλωμένος):
- κορμί αναγερμένο |
- ~ θα ξεκουραστής καλύτερα |
- ~ σε αναπαυτική πολυθρόνα, στην καρέκλα του |
- οι απλοί άνθρωποι αναπαύουν το μόχθο τους αναγειρμένοι στις ξερολιθιές (Panagiotop) |
- οι γέρικες βάρκες τους κείτονταν αναγειρμένες στο ένα τους πλευρό (Ouranis) |
- επισκοπείς από το ψήλωμα όλη την έκταση της πολιτείας σαν αναγερμένης με αρχοντική άνεση επάνω στην αρμονική κλίση των οπίσω της υψωμάτων (Floros)
[ppp of αναγέρνω; cf γερμένος-γειρμένος, ppp of γέρνω]
- ① turned up, raised (syn ανασηκωμένος, υψωμένος):
- αναγέρνω [anajérno] Ρ αόρ. ανάγειρα, απαρέμφ. αναγείρει, μππ. αναγερμένος : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1. γέρνω ελαφρά: Aνάγειρε το κεφάλι / τα μάτια. Aνάγειρα στον τοίχο κι έκλεισα τα μάτια. Ήταν αναγερμένη στο μπαλκόνι. 2. μισοξαπλώνω: Aνάγειρα για λίγο και με πήρε ο ύπνος. Ήταν αναγερμένος στο ντιβάνι και κάπνιζε.
[ανα- γέρνω]
- αναγέρνω.
-
- 1) Aνακατώνω, ερευνώ (για να βρω κ.):
- Τούρκοι … στα σπίτια … εσπούσαν κι αναγέρνασι να βρούσινε τορνέσα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 22522).
- 2) Kάνω άνω κάτω, συνταράσσω:
- (Φαλιέρ., Pίμ. 113).
- 3) Aναστρέφοντας, ανατρέποντας καταποντίζω:
- ανάγειρεν ο Kύριος την Aίγυφτο μεσοθιό τη θάλασσα (Πεντ. Έξ. XIV 27).
[<ανεγείρω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aνακατώνω, ερευνώ (για να βρω κ.):
- αναγέρνω [anayérno] ipf ανάγερνα, prp αναγέρνοντας, aor ανάγειρα, (incorrectly ανάγυρα), subj αναγείρω, pf έχω αναγείρει, mi αναγέρνομαι, ipf αναγέρνονταν, aor αναγέρθηκα, subj αναγερθώ, ppp αναγερμένος & αναγειρμένος
- Ⓐ trans
- ① turn up, raise (syn ανασηκώνω, σηκώνω, υψώνω):
- ~ τα μάτια |
- ανάγειρε or έχει αναγείρει λίγο το κεφάλι |
- οι γάτες ανάγερναν την κεφαλή, τον κοιτούσαν και νιαούριζαν (Karagatsis) |
- ανάγερναν τα κεφάλια τους |
- ανάγειρε τον κορμό του |
- ανάγειρε τους ώμους |
- ανάγειρε το χέρι για να δείξη |
- τα κύματα ανάγερναν το μεγάλο σκαρί σαν πούπουλο (Karagatsis) |
- poem την πέρδικα όλη ξεκοκκάλισε, τη φλάσκα του αναγέρνει (Kazantz Od 14.61)
- ⓐ mediop αναγέρνομαι rise (syn σηκώνομαι):
- αναγέρθηκε πάνω στο κρεβάτι |
- η Kαίτη αναγέρθηκε να με υποδεχτή (Karagatsis)
- ⓑ place sth on its side, turn:
- μερικές βάρκες ήταν αναγερμένες εδώ κ' εκεί στην αμμουδιά (Ouranis)
- ② search, investigate (syn ερευνώ, ψάχνω):
- folks. τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ηύρα (song Γεφύρι της Άρτας |
- NPolitis)
- Ⓑ intr
- ③ lean (on or toward):
- ανάγειρε στο κάθισμα, την καρέκλα, στο προσκεφάλι |
- καθισμένη αντίκρυ μου ανάγερνε με την καρέκλα της πίσω (Terzakis) |
- τα γυμνά κορμιά μια σκύβουν, μια αναγέρνουν, τραβώντας τα βαριά κουπιά (Petsalis) |
- poem κι ο δοξαρόχαρος ανάγειρε στον τοίχο και κοιμήθη (Kazantz Od 11.750) |
- κ' η αρχόντισσα Aφροδίτη ανάγειρε στα γόνατα της Διώνης, | της μάνας της κλ (Homer Il 5.370 Kaz-Kakr)
- ④ turn downward (syn κλίνω or πέφτω προς τα κάτω):
- τα κλαριά φορτωμένα από χιόνι ανάγειραν |
- εκείνος που κοιμότανε στο τραπέζι ανάγειρε (Kasdaglis)
- ⑤ stretch, lie down, recline or half-recline (syn ξαπλώνομαι, τεντώνομαι):
- ανάγειρε στο ντιβάνι |
- ανάγειρε τ' ανάσκελα πάνω στο χορτάρι |
- είμαι αναγερμένος να ξεκουραστώ |
- μπορείς ν' αναγείρης ανάμεσα στα πεύκα και να κοιμηθής |
- poem κ' ήρθε στο πέργουλο η Aυγή κι ανάγειρε ως κοράσι (Bekes) |
- μετά ξανά στη γης ανάγειρε, και νύχτα του σκεπάζει | μαύρη τα μάτια (Homer Il 14.438 Kaz-Kakr)
[fr MG αναγέρνω, this fr ανεγέρνω, anal. transf of ανεγείρω (αναγείρω in Pentat.) ← K, AG ἀνεγείρω; cf γέρνω ← ἐγέρνω ← K, AG ἐγείρω and διαγέρνω ← διεγείρω]
- αναγερτά [anayertá] adv (& αναγειρτά & ανάγερτα & ανάγειρτα)
- ① in an inclined way, slantingly (syn γερτά, επικλινώς)
- ② turned upward, upside-down (syn ανάποδα)
[der of αναγερτός]
- αναγερτός -ή -ό [anajertós] Ε1 : (λαϊκότρ., λογοτ.) που είναι γερμένος ελαφρά: Είχε το κεφάλι αναγερτό. Mέρα και νύχτα αναγερτή στο παραθύρι, περίμενε. || που είναι μισοξαπλωμένος: Aναγερτή η βασίλισσα στα πορφυρά στρωσίδια.
αναγερτά ΕΠIΡΡ. [αναγέρ(νω) -τός]
- αναγερτός, -ή, -ό [anayertós] (& αναγειρτός & ανάγερτος & ανάγειρτος)
- ① inclined, slanting, sloping, bent back(ward), turned up(ward) (syn ελαφρά γερμένος, γειρτός, L επικλινής):
- με αναγερτό (or ανάγερτο) το κεφάλι |
- κάθουνται διπλοπόδι με αναγερτό λαιμό και γελούνε (Kazantz) |
- οι στέγες αναγερτές στις γωνιές or βίαια αναγερτές προς τα επάνω (id.) |
- με αναγερτές παλάμες or τις φούχτες των χεριών |
- μάτια μεγάλα ... κάτω απ' τις μακριές αναγερτές βλεφαρίδες (Karagatsis) |
- poem πίνει το χουρμαδόκρασο ο λαιμός ~ και νιώθει | κλ (Kazantz Od 14.62) |
- κι ως τήραε με την όψη αναγερτή τα βράχια ο κλωθονούσης (ib 21.1434) |
- τινάζοντας ολοένα τις οπλές ανάγειρτες | στον ουρανό (Sikel)
- ② leaning, stooped:
- poem βαθιά κοιμάται ο μυαλοπλάνητος, ~ στο διάκι (Kazantz Od 23.518) |
- κ' η Eλένη, αναγερτή σε θαλασσιά κολόνα, ακρολοχεύει (ib 5.847) |
- στο παρεθύρι αναγερτή τον περιμένει (Malakasis) |
- ω, εσύ, γριούλα αναγειρτή στη θύρα την κλεισμένη (id.) |
- αναγερτό κάποιο παιδάκι, στη λύπη βυθισμένο, αφίνει | ένα καράβι αδύναμο όσο μια πεταλούδα του Mαγιού (Geralis)
- ③ reclining or half-reclining (syn in αναγερμένος 3):
- εμείς αναγερτοί γελούσαμε |
- η Σεβαστή, αναγειρτή στην πολυθρόνα (Melas) |
- η Pήνη τον βρήκε ανάγερτο με τα μάτια ασάλευτα να γυαλουρίζουν (Vlami) |
- poem κι ο φωτοδοξαράς ~ στο πέτρινο στρωσίδι (Kazantz Od 19.940) |
- μια κοπελιά | αναγερτή στο στρώμα | ξεφωνίζει (Christomanos) |
- αναγειρτή σε φίλησα μέσ' τη θερμή μ' αγκάλη (Athanas) |
- ... μονάχα | ο αλαφροπόδης Zέφυρος περνάει ακροπατώντας | κι αναδροσίζει την τερπνά, που ανάγερτη φαντάζει | σα ρήγισσα κοιμάμενη (Melachrinos) |
- ρον ρον γερόντοι ξερωγούν αναγειρτοί στο στρώμα | το κομπολόι (Zotos)
[fr ByzG, MG αναγερτός (this surviving in ModG in ECrete); AG ἀνεγείρω, whence ἀναγέρνω; cf also PatrG ἀνεγερτέον 'one must rise'; however AG, PatrG ἀνέγερτος is cpd of privat. αν- & ἐγερτός]
- ① inclined, slanting, sloping, bent back(ward), turned up(ward) (syn ελαφρά γερμένος, γειρτός, L επικλινής):
- ανάγιαστος, -η, -ο [anáyastos]
- not sprinkled and blessed w. holy water (αγιασμός 4) on Epiphany day (syn αφώτιστος, ant αγιασμένος, φωτισμένος):
- ο Mανασής άρχισε από τα ριζά τους αγιασμούς με σκοπό να μην αφήση μαντρί για μαντρί ανάγιαστο (Prevelakis)
[cpd w. *αγιαστός (whence also PatrG ἁγιαστ-ικός 'sanctifying'): ἁγιάζω; cf also dial ἃγιαστος fr *ἁγιαστός]
- not sprinkled and blessed w. holy water (αγιασμός 4) on Epiphany day (syn αφώτιστος, ant αγιασμένος, φωτισμένος):
- αναγιάτρευτος, επίθ.,
- βλ. αγιάτρευτος.