Παράλληλη αναζήτηση
320 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικοσάρι το [ikosári] Ο44α : σύνολο από είκοσι ομοειδείς μονάδες. 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα είκοσι. 2. (ως επίθ.): για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα εικοσάρια. 3. νόμισμα είκοσι δραχμών· εικοσάδραχμο, εικοσάρικο.
εικοσαράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. *εικοσάρι (πρβ. μσν. κοσάρι `νόμισμα αξίας είκοσι άσπρων΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < είκοσ(ι) -άρι]
[Λεξικό Κριαρά]
- εικοσάρι το· ’κοσάρι.
-
- Οθωμανικό ασημένιο νόμισμα αξίας είκοσι άσπρων:
- βάνουσι και στοίχημα … έναν ’κοσάρι (Διήγ. ωραιότ. 310).
[<αριθμητ. είκοσι + κατάλ. ‑άρι. Η λ. και ο τ. στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- Οθωμανικό ασημένιο νόμισμα αξίας είκοσι άσπρων:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικοσαριά η [ikosarjá] Ο24 αριθμτ. περιλ. : καμιά ~, άθροισμα από είκοσι περίπου μονάδες: Δεν τα μέτρησα, αλλά θα ΄ταν καμιά ~.
[είκοσ(ι) -αριά]
[Λεξικό Κριαρά]
- εικοσαριά η· εικοσαρία.
-
- (Πάντοτε με την αντων. καμιά ή το αριθμητ. μια) περίπου είκοσι:
- καμία εικοσαρία ποπολάροι (Σουμμ., Ρεμπελ. 188).
[<αριθμητ. είκοσι + κατάλ. ‑αριά. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- (Πάντοτε με την αντων. καμιά ή το αριθμητ. μια) περίπου είκοσι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικοσάρικο το [ikosáriko] Ο41 : νόμισμα των είκοσι δραχμών· εικοσάδραχμο.
[είκοσ(ι) -άρικο]
[Λεξικό Κριαρά]
- εικοσάχρονος, επίθ.
-
- Που είναι είκοσι χρονών:
- εικοσάχρονος παρθένος (Ερμον. Ζ 36).
[<αριθμητ. είκοσι + ουσ. χρόνος. Η λ. στον Τζέτζη (LBG) και σήμ.]
- Που είναι είκοσι χρονών:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικοσάχρονος -η -ο [ikosáxronos] Ε5 : α.που έχει διάρκεια είκοσι ετών. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) είκοσι ετών: Εικοσάχρονο παλικαράκι. || (ως ουσ.) ο εικοσάχρονος, εικοσάρης. γ. (ως ουσ.). τα εικοσάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από κάποιο γεγονός.
[μσν. εικοσάχρονος < εικοσα- + -χρονος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- είκοσι [íkosi] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από είκοσι (20) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού εικοστός): Γεννήθηκε στις ~ Iουνίου. Ο Γιώργος άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα ~. 2. (ως ουσ.) το είκοσι: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει σαράντα. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρε ~ στο διαγώνισμα. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό είκοσι: Ο ασθενής / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται, που μένει στο δωμάτιο είκοσι. γ. το ~ (΄20), αντί 1920: H δεκαετία του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία είκοσι (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.
[αρχ. εἴκοσι]
[Λεξικό Κριαρά]
- είκοσι, αριθμητ.
-
- Είκοσι:
- (Ερωτόκρ. Β´ 369).
[αρχ. αριθμητ. είκοσι. Η λ. και σήμ.]
- Είκοσι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικοσι- [ikosi] & (προφ.) εικοσ- [ikos], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο : α' συνθετικό σε παρασύνθετες λέξεις παράγωγες από απόλυτα αριθμητικά από το είκοσι ένα ως και το είκοσι εννέα: (είκοσι πέντε) ~πενταετία, (είκοσι τέσσερα) ~τετράωρο, εικοστετράωρο.
[λόγ. < αρχ. εἰκοσ(ι)- θ. του αριθμτ. εἴκοσι ως α' συνθ.: αρχ. εἰκοσι-ετής `εικοσαετής΄]