Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπέρθυρο
12 εγγραφές [11 - 12]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερ- 1 [iper] & υπέρ- [ipér], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα (βλ. και σημ. II1β) : πρόθημα: AI1. για τη δήλωση επιρρηματικών σχέσεων τόπου, γι΄ αυτό που βρίσκεται πάνω, (πέρα, έξω) από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπέρθυρο· υπέργειος. 2. σε επίθετα για να δηλώσει ότι το προσδιοριζόμενο υπερβαίνει το όριο αυτού που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπεραστικός, υπερατλαντικός, υπερκόσμιος, υπερπόντιος, υπερωκεάνιος· υπερπέραν, υπεράνω. || (μτφ.) υπερταξικός, υπερεγώ. || υπερρεαλισμός· υπερρεαλιστικός. 3. για να χαρακτηρίσει ενέργεια, στάση κτλ. που γίνεται προς χάρη, προστασία, υπεράσπιση κτλ. κάποιου: υπερασπίζω· υπέρμαχος. II. με επιτατική λειτουργία: 1α. για να δηλώσει ότι ισχύει, υπάρχει σε μεγάλο βαθμό - ευπρόσδεκτο συνήθ. για τον ομιλητή- αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπεράγαθος, υπέρλαμπρος, υπέρκαλος· υπεραγαπώ, υπερεκτιμώ. β. συχνά σε χαλαρή σύνθεση και με δευτερεύοντα τόνο [ipér] : υπεραρκετός· με επανάληψη: υπερυπερευχαριστώ. 2. (σε επίθ.) για να δηλώσει αυτό που ξεπερνάει όλα ή τα περισσότερα του είδους που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπεραυτόματος, υπερσύγχρονος. γ. (νεολ.) με ουσιαστικό που δηλώνει ιδιότητα, για να δηλώσει την παρουσία σε μεγάλο βαθμό, των κύριων χαρακτηριστικών που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. αρχι-): υπεραγορά, υπερκατάστημα· για να χαρακτηρίσει το σπουδαιότερο, αυτό που ξεπερνά όλα ή τα περισσότερα του είδους που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπερεπιθεώρηση, υπερθέαμα, υπερκωμωδία, υπερλεξικό. || για πρόσωπα: υπεράνθρωπος. ANT υπο-. B1. (σε ρήματα) για να δηλώσει ότι γίνεται σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό η ενέργεια, η κατάσταση, το φαινόμενο κτλ. που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπεραγωνιώ, υπερθερμαίνω· υπερδιέγερση, υπερευαισθησία, υπερκατανάλωση, υπερπαραγω γή, υπερπροστασία· υπερειδίκευση· υπερπληθυσμός. || ANT υπο-: υπεραπασχολούμαι, υπερλειτουργώ, υπερσιτίζομαι· υπερκινητικότητα· υπερλειτουργία. 2. (ιατρ.) για πάθηση ή γενικά κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική και πάνω από το κανονικό λειτουργία ή ένταση αυτού που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπερίδρωση, υπερκόπωση· υπερθυρεοειδισμός. ANT υπο-. || (ανατ.) για υπέρμετρη ανάπτυξη· υπερπλασία. ANT υπο-.

[λόγ. < αρχ. ὑπερ- < πρόθ. ὑπέρ `πάνω από, πέρα από, πέρα απ΄ το μέτρο΄ και δηλωτικό υπεράσπισης, ως α' συνθ.: αρχ. ὑπέρ-γειος, ὑπερ-πόντιος, ὑπέρ-καλος `πολύ όμορφος΄, ελνστ. ὑπέρ-μαχος & διεθ. hyper- < λατ. hyper- < αρχ. ὑπερ-: υπερ-αιμία < γαλλ. hypérhémie & μτφρδ.: υπέρ-ηχος < γαλλ. ultrason, υπερ-αστικός, υπερ-ατλαντικός < γαλλ. interurbain, transatlan tique, υπερ-θέαμα < αγγλ. superspectacle, υπέρ-βαρος < αγγλ. overweight]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπέρθυρο το [ipérθiro] Ο41 : οριζόντια κατασκευή από ξύλο, πέτρα ή μάρμαρο, που κλείνει το επάνω μέρος ενός ανοίγματος (πόρτας ή παραθύρου) και συγκρατεί τα βάρη της υπερκείμενης τοιχοποιίας· ανώφλι, πρέκι.

[λόγ. < αρχ. ὑπέρθυρον]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες