Παράλληλη αναζήτηση
170 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπρογάλαζο [asproγálazo] το,
- blue-and-white color:
- έχουν μάτια τυποποιημένα σ' έν' άτονο ~ξεπλυμένο (Panagiotop)
[substantiv. n of ασπρογάλαζος]
- blue-and-white color:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπρογάλαζος, -η, -ο [asproγálazos]
- blue-and-white (syn ασπρογαλάζιος):
- ασπρογάλαζη αναλαμπή, θάλασσα, καταχνιά, σημαία, ταινία |
- ασπρογάλαζα λουλούδια, σύννεφα |
- είδε έναν ανεμοστρόβιλο από χρυσά μαλλιά κι ασπρογάλαζα φουστάνια (Xenop) |
- από σύμβαση έβαλε κι ο Pούμπενς στον έρωτά του τα ασπρογάλαζα αγγελικά φτερά (Papantoniou) |
- οι λουρίδες του ήλιου .. γέμιζαν το χιονισμένο κατάστρωμα του δρόμου με ασπρογάλαζους ρόμβους (TAthanasiadis) |
- το ασπρογάλαζο φως της πρώτης αυγής μού θύμισε την κόρη του Π. (Panagiotop)
[cpd w. γαλάζιος bes γαλάζος]
- blue-and-white (syn ασπρογαλάζιος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασπρογάλανος -η -ο [asproγálanos] Ε5 : που είναι άσπρος και γαλανός: Ο ~ ουρανός.
[ασπρο- + γαλαν(ός) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπρογάλανος, -η, -ο [asproγálanos] s. ασπρογάλαζος
- :
- ~γιαλός, καπνός, ουρανός, τοίχος |
- ασπρογάλανη θάλασσα, κορδέλα |
- ασπρογάλανο σεντόνι |
- ασπρογάλανα κύματα, μάτια |
- το φοβερό Σεντέλι αποκάλυπτε τις μυτερές του κορυφές πασπαλισμένες μ' ασπρογάλανο χιόνι (TAthanasiadis) |
- οι αγριόπαπιες αγγίζουν ξυστά με το φτερό τ' ασπρογάλανα νερά της λίμνης (Terzakis)
[cpd w. γαλανός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπρογαλιάζω [asproγaljázo] ipf ασπρογάλιαζα, aor ασπρογάλιασα (subj ασπρογαλιάσω)
- ① appear or shine white or bright, gleam (syn ασπρίζω B1):
- ασπρογαλιάζει η θάλασσα, το χιόνι |
- ασπρογαλιάζουν τα σπίτια |
- πέρα μακριά στο λόφο φαίνεται να ασπρογαλιάζει ένα χωριό (Evangelidis) |
- ό,τι μ' έγνοιαζε .. ήταν τα ολανθισμένα νιάτα της, .. τα στρογγυλά της πόδια που ασπρογαλιάζαν (Palam) |
- τα ξανθά του γένια άρχισαν ν' ασπρογαλιάζουν (Xenop) |
- κάτου από τα κουρασμένα του βλέφαρα ασπρογάλιασε το μαγικό περιγιάλι (Panagiotop)
- ② 3sg or pl (at dawn) grow or become light, lighten, break (syn ασπρίζω B4):
- ασπρογαλιάζει η ανατολή, ο ουρανός |
- απόμειναν ακοίμητοι .. ίσαμε που ασπρογάλιασε στους ολόγυρα λόφους η αυγή (Panagiotop) |
- πέρα κατά την ανατολή ασπρογάλιαζαν για μια στιγμή τα ουρανοθέμελα (DOikonomidis) |
- poem αυγή δεν ήταν· ασπρογάλιαζε το φως στη νύχτα ακόμα (Homer Il 7.433 Kaz-Kakr)
- ⓐ impers it grows light, it dawns:
- έπαιρνε πια ν' ασπρογαλιάσει (Vlami)
[cpd w. dial (Athens) γαλιάζω (: γάλα); cf γλυκογαλιάζω]
- ① appear or shine white or bright, gleam (syn ασπρίζω B1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπρογάλιασμα [asproγáljazma] το,
- white appearance, sheen (syn ασπροβόλημα):
- ~της θάλασσας, του ουρανού |
- μιαν ασημένια καταχνιά .. έσμιξε με του φεγγαριού το ~ (Petsalis)
[der of ασπρογαλιάζω]
- white appearance, sheen (syn ασπροβόλημα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπρογαλίζω [asproγalízo] region. (Epir,
- Pelop etc) appear or shine white or bright, gleam (syn ασπρίζω B1):
- ασπρογαλίζει το βουνό, η θάλασσα
[cpd w. *γαλίζω (: γάλα)]
- Pelop etc) appear or shine white or bright, gleam (syn ασπρίζω B1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπρογενειάζω [asproyenjázo] aor ασπρογένειασα, pf & plupf έχω-είχα ασπρογενειάσει, region.
- become white-bearded, grow old:
- ήταν από τους πρωτοκαπετάνιους της πολιτείας κι είχε ασπρογενειάσει μέσα στις θάλασσες (Vlami)
[der of ασπρογένης; cf postmed (Somavera) ασπρογενίζω]
- become white-bearded, grow old:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασπρογένης ο [asprojénis] Ο11 : αυτός που έχει άσπρα γένια. || (ως επίθ.): Ένας ~ ναυτικός.
[μσν. ασπρογένης < ασπρο- + γέν(ι) -ης]
[Λεξικό Κριαρά]
- ασπρογένης, επίθ.
-
- Που έχει άσπρα γένια:
- (Συναδ. φ. 29v).
[<επίθ. άσπρος + ουσ. γένι. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Που έχει άσπρα γένια: