Παράλληλη αναζήτηση
43 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικοθανατισμένος, -η, -ο [a∂ikoθanatizménos]
- having died unjustly, cruelly, or untimely (syn αδικοθάνατος, αδικοσκοτωμένος) .
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικοθάνατος1 [a∂ikoθánatos] ο,
- he who has suffered an undeserved (unjust, cruel, violent, or untimely) death:
- ο Kωσταντής ένοιωσε τον αγώνα της γυναίκας, σα ν' άκουε κι αυτός τη φωνή τού αδικοθάνατου (Prevelakis) |
- poem οι τόσοι αδικοθάνατοι με θαυμασμό κοιτάζουν (Typaldos).
- he who has suffered an undeserved (unjust, cruel, violent, or untimely) death:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικοθάνατος2, -η, -ο [a∂ikoθánatos]
- having met w. an undeserved (unjust, cruel, violent, or untimely) death (syn αδικοθανατισμένος [s. αδικοθανατίζω 1b], αδικοσκοτωμένος):
- πήγε ~ ο αγάς και θιος σχωρέσ' τον (Vlachogiannis)
[cpd of άδικος & θάνατος; cf K ἀωροθάνατος, κακοθάνατος]
- having met w. an undeserved (unjust, cruel, violent, or untimely) death (syn αδικοθανατισμένος [s. αδικοθανατίζω 1b], αδικοσκοτωμένος):
[Λεξικό Κριαρά]
- αδικοκρίνω.
-
- Kρίνω άδικα, συκοφαντώ:
- την ζημίαν τήν έκαμεν του αδικοκριμένου (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 1133).
[<επίρρ. άδικα + κρίνω. Τ. σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]
- Kρίνω άδικα, συκοφαντώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- αδικοκρισία η.
-
- Άδικη κρίση, δικαστική απόφαση, τιμωρία:
- ο κριτής οπού έκρινεν εμέναν … πώς εις εμέναν έποικεν, λέγω, αδικοκρισίαν; (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 874· Περί γέρ. 146).
[μτγν. ουσ. αδικοκρισία (DGE). H λ. και σήμ. κρητ.]
- Άδικη κρίση, δικαστική απόφαση, τιμωρία:
[Λεξικό Κριαρά]
- αδικοκρίτης ο· αδικοκριτής.
-
- 1) Αυτός που κρίνει, δικάζει άδικα:
- (Συναδ. φ. 88v).
- 2) (Προκ. για τον έρωτα) που βασανίζει άδικα:
- Έρωτα αδικοκριτή, φύτρο καταραμένου (Eρωτόκρ. (Ξανθ.) A´ 401).
[<επίθ. άδικος + ουσ. κριτής. Για τη λ. βλ. Bauer, Wört. H λ. και ο τ. (Somav.) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Αυτός που κρίνει, δικάζει άδικα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικομάζωμα [a∂ikomázoma] το, usu pl αδικομαζώματα τα,
- any acquisition or profit made by wrongdoing:
- prov αδικομαζώματα διαβολοσκορπίσματα (or ανεμοσκορπίσματα) wealth acquired by wrongdoing is not secure
[der of αδικομαζώνω in Kerkyra]
- any acquisition or profit made by wrongdoing:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικοπεθαίνω [a∂ikopeθéno] aor αδικοπέθανα, ppp αδικοπεθαμένος
- ① die unjustly:
- αδικοπέθανε ο καημένος
- ② trans unjustly cause the death of s.o.:
- poem κ' η νιόπαντρη που αδικοπέθανε | τον άντρα της το βλάμη (Skipis)
[cpd of άδικα πεθαίνω]
- ① die unjustly:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδικοπεθαμένος, -η, -ο [a∂ikopeθaménos]
- having died unjustly:
- ο Eυριπίδης για λογαριασμό του αδικοπεθαμένου Iππόλυτου βάζει το χορό να φωνάζη κλ (Katrakis).
- having died unjustly:
[Λεξικό Κριαρά]
- αδικοπονεμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που υποφέρει, που πάσχει άδικα:
- (Eβρ. ελεγ. 162).
[<επίρρ. άδικα + μτχ. παρκ. του πονώ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Που υποφέρει, που πάσχει άδικα: