Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σεζ λογκ η [séz lóŋg] Ο (άκλ.) : πτυσσόμενη πολυθρόνα με ξύλινο συνήθ. σκελετό και μονοκόμματο κάθισμα από καραβόπανο που έχει τη δυνατό τητα να σταθεροποιείται σε διάφορες θέσεις.
[λόγ. < γαλλ. chaise longue]