Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλατφόρμα η [platfórma] Ο25 : 1. εξέδρα, αποβάθρα σιδηροδρομικού σταθμού για επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών και φόρτωση εμπορευμάτων. 2. όχημα ρυμουλκούμενο, ανοιχτό και κατάλληλο για μεταφορές: H ~ του τρακτέρ. 3. πλωτή εξέδρα κατάλληλα εξοπλισμένη για την άντλη ση πετρελαίου σε θαλάσσιες περιοχές. 4. (μτφ.) βασικές (πολιτικές, ιδεολογικές κτλ.) αρχές, θέσεις, απόψεις συγκροτημένες σε σύνολο: Iδεολογι κή / πολιτική ~. Aναζητώ / βρίσκω / διατυπώνω μια ~ συζήτησης / συνεννόησης με κπ. άλλο.
[1-3: γαλλ. plateform(e) -α· 4: λόγ. σημδ. αγγλ. platform]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαστφούντ το [fást fúd] Ο (άκλ.) : περιορισμένος αριθμός τυποποιημένων φαγητών που παρασκευάζονται και σερβίρονται γρήγορα. || (επέκτ.) κατά στημα που πουλά τέτοια φαγητά· φαστφουντάδικο.
[λόγ. < αγγλ. fast-food]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαστφουντάδικο το [fastfudáδiko] Ο41 : είδος εστιατορίου που είναι ειδικευμένο στη γρήγορη παρασκευή και στο σερβίρισμα περιορισμένου αριθμού τυποποιημένων φαγητών: Ο γρήγορος ρυθμός της ζωής οδηγεί όλο και περισσότερο κόσμο στα φαστφουντάδικα.
[φαστφούντ -άδικο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φετφάς ο [fetfás] Ο1 : 1. επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία, από μουφτή ή από ιμάμη, σχετική με θρησκευτικά ή νομικά ζητήματα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου: Tο σουλτανικό φιρμάνι συνοδευόταν από ένα φετ φά. 2. (μτφ., λαϊκότρ.) αυθαίρετη απόφαση, διαταγή: Bγάζω φετφά, παίρ νω και ανακοινώνω μια αυθαίρετη απόφαση.
[τουρκ. fetva `κρίση θρησκευτικού δικαστή΄ (από τα αραβ.) -ς με αφομ. ηχηρ. [tv > tf] (πρβ. μσν. φεϊτιφάς)]