Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ότου
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ότου [ótu] : στις συνδεσμικές εκφράσεις έως* ~, μέχρις* ~.

[λόγ. < αρχ. ὅτου γεν. της αντων. ὅ τι (δες στο ό,τι), αρχ. φρ. (ιων. διάλ.) μέχρις ὅτευ (= ὅτου), ελνστ. φρ. ἕως ὅτου]

[Λεξικό Κριαρά]
ότου, γεν. αντων.,
βλ. όστις.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go