Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χάνι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάνι το [xáni] Ο44 : οίκημα με μεγάλη εσωτερική αυλή, όπου στάθμευαν και διανυκτέρευαν οι ταξιδιώτες και τα ζώα τους. || (επέκτ., μειωτ.) ξενοδοχείο χωρίς στοιχειώδη καθαριότητα και στοιχειώδεις ανέσεις.

[τουρκ. han (από τα περσ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go