Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάνι το [xáni] Ο44 : οίκημα με μεγάλη εσωτερική αυλή, όπου στάθμευαν και διανυκτέρευαν οι ταξιδιώτες και τα ζώα τους. || (επέκτ., μειωτ.) ξενοδοχείο χωρίς στοιχειώδη καθαριότητα και στοιχειώδεις ανέσεις.
[τουρκ. han (από τα περσ.) -ι]