Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φόρουμ το [fórum] Ο (άκλ.) : οργανωμένη δημόσια συνάντηση και ανοιχτή συζήτηση ή κύκλος συζητήσεων με ένα ή με περισσότερα θέματα· (πρβ. συνέδριο, συμπόσιο): Εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων θα μετάσχουν σε κοινό ~ με θέμα την ειρήνη και τον αφοπλισμό. || χώρος δημόσιων συναντήσεων για ανοιχτή συζήτηση.
[λόγ. < αγγλ. forum (< λατ. forum `δημόσια αγορά΄)]