Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φορτοταξί
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορτοταξί το [fortotaksí] Ο (άκλ.) : μικρό φορτηγό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης: ~ αντικατέστησαν τα τρίκυκλα.

[λόγ. φόρτ(ος) -ο- + ταξί]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go