Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιτίλι
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιτίλι 1 το [fitíli] Ο44 : 1. βαμβακερό συνήθ. νήμα, που εμποτίζεται από μια καύσιμη ύλη και τη μεταφέρει ως το σημείο της καύσης (καιόμενο και το ίδιο σιγά σιγά): ~ καντηλιού / λάμπας πετρελαίου / κεριού / λαμπάδας. Άλλαξα το ~ της λάμπας, γιατί κάηκε. 2. νήμα από εύφλεκτο υλικό, που συνδέεται στο ένα άκρο του με μια εκρηκτική ύλη, η οποία εκρήγνυται, όταν το νήμα ανάψει και καεί σε όλο του το μήκος: H έκρηξη δεν έγινε, γιατί το ~ ήταν βρεμένο. Σύνδεσε το ~ με τρεις δεσμίδες δυναμίτη και το άναψε. ΦΡ βάζω (στα) φιτίλια, προκαλώ σκόπιμα (με λόγια ή με ενέργειες) προστριβές, διενέξεις, έριδες μεταξύ τρίτων. βάζω κπ. στα φιτίλια, τον ερεθίζω σκόπιμα: Tον έβαλαν στα φιτίλια και μάλωσε με τη γυναίκα του. φιτιλάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. φιτίλιν < τουρκ. fitil (από τα αραβ.) -ιν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιτίλι 2 το : στενή ταινία από ύφασμα που ράβεται στις άκρες ρούχων, μαξιλαριών, σεντονιών κτλ., κυρίως ως διακοσμητικό. φιτιλάκι το YΠΟKΟΡ.

[< φιτίλι 1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιτιλιάζω [fitilázo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) ερεθίζω κπ. με λόγια ή με ενέργειες, τον κάνω να θυμώσει, να οργιστεί, συνήθ. εναντίον τρίτων.

[φιτίλ(ι) 1 -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go