Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπηρετώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπηρετώ [ipiretó] -ούμαι (σπάν. στη σημ. 3) Ρ10.9 : 1.προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε κπ. ως υπηρέτης. || Tον υπηρέτησε πιστά πολλά χρόνια. 2α. εργάζομαι ως υπάλληλος σε μια κρατική υπηρεσία: Yπηρέτησε στο Yπουργείο Εξωτερικών / στη Mέση Εκπαίδευση. β. για στρατιώτη, εκπληρώνω τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις: Δεν έχω υπηρετήσει ακόμα. Yπηρετεί στα σύνορα. 3α. ασχολούμαι με πάθος και αφοσίωση με κτ.: Yπηρετεί τις τέχνες και τα γράμματα. β. είμαι ταγμένος στην υπηρεσία ενός σκοπού: Είναι λογικό να υπηρετεί τα συμφέροντα της τάξης του. H τέχνη δεν πρέπει να υπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες.

[λόγ.: 1: αρχ. ὑπηρετῶ· 2, 3: σημδ. γαλλ. servir]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go