Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υμνώ
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υμνώ [imnó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.υμνολογώ. 2. πλέκω το εγκώμιο, επαινώ με ενθουσιασμό, με λυρισμό και έξαρση κπ. ή κτ.: ~ τη φύση / τον έρωτα / τη χαρά της ζωής. Ο Διονύσιος Σολωμός ύμνησε την ελευθερία.

[λόγ. < αρχ. ὑμνῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υμνωδία η [imnoδía] Ο25 : ό,τι ψάλλεται ως ύμνος σε μια θρησκευτική τελετή.

[λόγ. < αρχ. ὑμνῳδία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υμνωδός ο [imnoδós] Ο17 : αυτός που συνθέτει ύμνους ή ψάλλει ύμνους.

[λόγ. < αρχ. ὑμνῳδός `που ψάλλει ύμνους΄ (μσν. σημ.: `που συνθέτει΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go