Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσόκαρο το [tsókaro] Ο41 : 1. είδος πέδιλου με ξύλινο πέλμα που αφήνει τη φτέρνα ελεύθερη. 2. (μτφ., οικ.) γυναίκα κακής αγωγής και διαγωγής, που συνήθ. προέρχεται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα: Aυτό το ~ θέλει να μας κάνει και την κυρία.
[μσν. τσόκαρο < ιταλ. (διαλεκτ.) zocaro(;) (πρβ. ιταλ. zoccolo)]