Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σφοδρός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφοδρός -ή -ό [sfoδrós] Ε1 : που τον χαρακτηρίζει υπερβολική ένταση, κυρίως για φυσικά ή ψυχικά φαινόμενα ή για ανθρώπινες εκδηλώσεις: Επικρατεί σφοδρή θαλασσοταραχή. Πνέουν σφοδροί άνεμοι. Σφοδρή επιθυμία. Σφοδρά πάθη. || Ο Iουλιανός υπήρξε ~ πολέμιος του χριστιανισμού, πολύ σκληρός. σφοδρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. σφοδρός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go