Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συσκευάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συσκευάζω [siskevázo] -ομαι Ρ2.1 : τοποθετώ κτ. μέσα σε κιβώτιο ή σε κου τί, ή το τυλίγω με χαρτί ή με άλλο σχετικό υλικό, ώστε να μπορεί να μετα φερθεί με ασφάλεια· αμπαλάρω: ~ τα γυαλικά σε ξύλινα κιβώτια. Bιβλία συσκευασμένα σε χαρτοκιβώτια. || τοποθετώ σε κατάλληλο περίβλημα ένα προϊόν που κυκλοφορεί στην αγορά, για την ασφαλέστερη διακίνησή του και για την καλύτερη διατήρησή του: Φάρμακα / γαλακτοκομικά προϊόντα που παρασκευάζονται στο εξωτερικό, συσκευάζονται όμως στην Ελλάδα.

[λόγ. < αρχ. συσκευάζω `ετοιμάζω τις αποσκευές΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go