Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συνδεδεμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνδεδεμένος -η -ο [sinδeδeménos] Ε3 : 1α.για κτ. που συνδέεται, που είναι ενωμένο με κτ. άλλο. β. για κτ. που βρίσκεται σε λογική σχέση με κτ. άλλο. 2. (μτφ.) για κπ. που έχει στενό συναισθηματικό δεσμό με κπ. άλλον ή με κτ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. συνδεδεμένος μππ. του ρ. συνδέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go