Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπτύσσω [simptíso] -ομαι Ρ3 αόρ. και συνέπτυξα, απαρέμφ. συμπτύξει, μππ. και συνεπτυγμένος* : 1α.τοποθετώ πρόσωπα ή πράγματα πολύ κοντά το ένα στο άλλο, για να εξοικονομήσω χώρο: Nα συμπτυχθούμε για να χωρέσουμε όλοι στον καναπέ. Θα συμπτύξω τα βιβλία στα ράφια, γιατί είναι πολύ αραιά. || (στρατ.) πυκνώνω τις τάξεις των στρατιωτών, ώστε να ελαττωθεί το μέτωπο του σχηματισμού και να μειωθεί το βάθος, συνήθ. σε προγραμματισμένη υποχώρηση. ANT αναπτύσσω: Οι δυνάμεις έλαβαν διαταγή να συμπτυχθούν. (στρατιωτικό ή γυμναστικό παράγγελμα) Συμπτυχθείτε! β. ενοποιώ τμήματα σχολικής τάξης ή υπηρεσίας. 2. περιορίζω τη χρονική ή την τοπική έκταση· συντομεύω: Θα συμπτυχθεί η διάρκεια της Διεθνούς Εκθέσεως. ANT παρατείνω. Θα συμπτύξω τη διάλεξή μου σε λίγες σελίδες. ANT επεκτείνω.
[λόγ. < αρχ. συμπτύσσω `διπλώνω, μαζεύω΄ σημδ. γαλλ. replier]