Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμπλέκω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπλέκω [simbléko] -ομαι Ρ αόρ. συνέπλεξα, απαρέμφ. συμπλέξει, παθ. αόρ. συμπλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνεπλάκη, συνεπλάκησαν, απαρέμφ. συμπλακεί και συμπλεχτεί : 1.(παθ.) κάνω και δέχομαι επίθεση με χτυπήματα, που προκαλούνται με τα χέρια, με τα πόδια ή και με άλλα μέσα: H προκλητική συμπεριφορά ορισμένων θεατών είχε ως αποτέλεσμα να συμπλακούν οι οπαδοί των αντίπαλων ομάδων, να έρθουν στα χέρια. || συνάπτω μάχη, μικρή σε διάρκεια και σε έκταση. 2. (κυρ. παθ.) για κτ. που ενώνεται με κτ. άλλο, με σχέση αλληλεξάρτησης, και δημιουργεί ένα σύμπλεγμα: Tα γεγονότα συμπλέκονται με έναν τρόπο που δεν μπορείς να τα αντιμετωπίσεις μεμονωμένα.

[λόγ. < αρχ. συμπλέκω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go