Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σπαταλώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σπαταλώ [spataló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : ξοδεύω, δαπανώ ή καταναλώνω κτ. χωρίς φειδώ, χωρίς μέτρο, αλόγιστα και άσκοπα: Σπατάλησε όλη την περιουσία του στα γλέντια και στις διασκεδάσεις. Mη σπαταλάς το χρόνο σου. || Σπατάλησε τα νιάτα του και το ταλέντο του στον αγώνα για επιβίωση.

[ελνστ. σπαταλῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go