Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουπάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σουπάρω [supáro] & σουπέρνω [supérno] Ρ6α : δειπνώ με σούπα, συνήθ. στα πλαίσια μιας κοσμικής εκδήλωσης ή διασκέδασης.

[σουπ(έ) -άρω· σουπ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες