Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σερβίτσιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σερβίτσιο το [servítsxo] Ο39 : πλήρες σύνολο από όμοια ως προς τη χρήση ή το στιλ επιτραπέζια σκεύη, με κοινό συνήθ. διακοσμητικό μοτίβο, τα οποία χρησιμοποιούνται στο σερβίρισμα: ~ του τσαγιού / του καφέ / του φαγητού. Έβγαλε το καλό της ~. Ένα ~ πορσελάνη. Έσπασαν δύο ποτήρια και χάλασε το ~. || πιάτο, ποτήρι, μαχαίρι, πιρούνι κτλ., δηλαδή οτιδήποτε χρειάζεται ένα άτομο για να φάει: Έβαλες σερβίτσια στο τραπέζι;

[ιταλ. servizio]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go