Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαραντίζω [sarandízo] Ρ2.1α μππ. σαραντισμένος : 1α. για τη συμπλήρω ση σαράντα ημερών μετά τον τοκετό: Δε σαράντισε ακόμα το μωρό / η λεχώνα, είναι ασαράντιστο / ασαράντιστη. β. για την ευχή του σαραντισμού που δίνεται στη λεχώνα ή στο βρέφος: Πήγε στον παπά να τη σαραντίσει. Πήγε να σαραντίσει. 2. για τη συμπλήρωση σαράντα ημερών από το θάνατο κάποιου: Aκόμα δε σαράντισε ο μακαρίτης.
[μσν. σαραντίζω < σαράντ(α) -ίζω]