Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσμένω [prozméno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. πρόσμενα : (λογοτ.) περιμένω, με υπομονή και ελπίδα, να συμβεί κτ. που επιθυμώ: Xρόνια και χρόνια πρόσμεναν οι ραγιάδες το λυτρωμό. Προσμένει τον ερχομό του ξενιτεμένου / τον ερχομό της άνοιξης.
[αρχ. προσμένω]