Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προκειμένου
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προκειμένου [prokiménu] : στη συνδεσμική έκφραση ~ να…, αν, εφόσον πρόκειται, μέλλει να συμβεί κτ.: ~ να γίνει φασαρία, προτιμώ να υποχωρήσω. ~ να πετύχει, δε λογαριάζει τίποτα.

[λόγ. < αρχ. προκειμένου γεν. ουδ. της μπε. προκείμενος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go