Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιφράζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιφράζω [perifrázo] -ομαι Ρ2.2 : περιφράσσω.

[< περιφράσσω με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το φράσσω > φράζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go