Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραστάδες
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατώφλι το [katófli] Ο44 : 1. μακρόστενη πλάκα από πέτρα ή από ξύλο, που ενώνει τις πλαϊνές παραστάδες στο κάτω μέρος του ανοίγματος της πόρτας: Tο πέτρινο ~ ήταν φαγωμένο από τα χρόνια. (έκφρ.) δεν πέρασα / δεν πάτησα ποτέ το ~ του, δεν πήγα ποτέ στο σπίτι του. || (επέκτ.) ο χώρος γύρω από την είσοδο του σπιτιού, η είσοδος: Kάθε απόγευμα έβλεπε τις γειτόνισσες στα κατώφλια τους να κουβεντιάζουν. 2α. (μτφ.) το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει κτ.: Bρισκόμαστε στο ~ του χειμώνα. Bρίσκεται στο ~ των γηρατειών. β. (ψυχ.) το ~ της συνείδησης, το νοητό όριο κάτω από το οποίο οι παραστάσεις ή οι ερεθισμοί δε γίνονται συνειδητοί. ~ διαφοράς, η ελάχιστη τιμή που μπορεί να έχει η διαφορά έντασης δύο ομοειδών ερεθισμάτων, για να προκαλέσουν δύο χωριστά συναισθήματα.

[μσν. κατώφλιν < κατώφλιον < κατω- + αρχ. φλι(ά) `παραστάδα πόρτας΄ -ον (2β: λόγ. σημδ. γερμ. Schwelle)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραστάδα η [parastáδa] Ο26 : τετραγωνικού σχήματος κολόνα ή δοκός, ενσωματωμένη σε τοίχο, συνήθ. δεξιά και αριστερά από ένα άνοιγμα (πόρτα, παράθυρο κτλ.), ως στοιχείο στήριξης ή διακόσμησης· παραστάτης 2: Δεξιά και αριστερά από την πύλη υπήρχαν παραστάδες.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. παραστάδες]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλαισιώνω [plesióno] -ομαι Ρ1 : 1. περιβάλλω κτ. με ή ως πλαίσιο, κλείνω, τοποθετώ κτ. μέσα σε πλαίσιο: H μια όψη του κτιρίου πλαισιώνεται από μαρμάρινες παραστάδες. 2. (μτφ.) α. βρίσκομαι, κινούμαι γύρω από κπ., τον συνοδεύω, ανήκω στο επιτελείο του: Ο πρωθυπουργός αναχώρησε για το εξωτερικό πλαισιωμένος από ανώτατα κυβερνητικά στελέχη. Tους δυο γνωστούς πρωταγωνιστές πλαισιώνει ένα εκλεκτό επιτελείο ηθοποιών. β. συμπληρώνω, συνοδεύω κτ.: Tη συγκέντρωση πλαισίωναν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.

[λόγ.: 1: ελνστ. πλαισι(ῶ) -ώνω· 2: σημδ. γαλλ. encadrer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες