Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντιέρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντιέρα η [pandjéra] & μπαντιέρα η [bandjéra] Ο25α : σημαία (συνήθ. ναυτική και συνηθέστερα πολεμική). ΦΡ σηκώνω (δική μου) ~, επαναστατώ, στασιάζω, εξεγείρομαι ή συνηθέστερα γίνομαι απείθαρχος, ανυπάκουος· ΣYN ΦΡ σηκώνω (δικό μου) μπαϊράκι.

[μσν. παντιέρα < ιταλ. bandiera με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα· ιταλ. bandiera]

[Λεξικό Κριαρά]
παντιέρα η· παντέρα· πατιέρα.
  • α) Σημαία κράτους:
    • τες παντιέρες των Τουρκών ανάποδα τσι δένου (ενν. οι Φράγκοι) (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4367· Κώδ. Χρονογρ. 5422
  • β) σημαία ή λάβαρο αρχηγού κράτους, αξιωματούχου, στρατιωτικής μονάδας κ.ά.:
    • εποίκαν την παντιέραν της ρήγαινας (Βουστρ. 21014· Κορων., Μπούας 27
    • έκφρ. άσπρη παντιέρα = λευκή σημαία ως σύμβολο παράδοσης ή υποταγής στον εχθρό:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3571
    • (συνεκδ. προκ. για σημαιοφόρο):
      • Εστάθησαν τα όργανα και όλες οι παντιέρες (Βίος Δημ. Μοσχ. 499).
  • Έκφρ. με παντιέρα = (πιθ. μεταφ.) ολοφάνερα:
    • (Δαρκές, Προσκυν. [123]).

[<ιταλ. bandiera. Τ. μπαντέρα στο Somav. Ο τ. παντέρα στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και τ. μπαντιέρα στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες