Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οροφοδιαμέρισμα το [orofoδiamérizma] Ο49 : διαμέρισμα που καλύπτει ολόκληρο τον όροφο μιας πολυκατοικίας.
[λόγ. όροφ(ος) -ο- + διαμέρισμα]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. όροφ(ος) -ο- + διαμέρισμα]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |