Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεσκεπάζω [kseskepázo] -ομαι Ρ2.1 : ANT σκεπάζω. 1. αφαιρώ από κτ. το καπάκι, το κάλυμμα, το σκέπασμα: ~ την κατσαρόλα / το φρεάτιο. Ξεσκεπάσανε το σπίτι, βγάλανε τη σκεπή. || αφαιρώ από κπ. τα σκεπάσμα τα: Ξεσκεπάστηκε τη νύχτα και κρύωσε. Ξεσκέπασε το μωρό· κάνει πολ λή ζέστη. 2. (μτφ., οικ.) φανερώνω, αποκαλύπτω κτ., συνήθ. άδικο ή παράνομο, το οποίο σκόπιμα έμεινε κρυφό: Οι έρευνες ξεσκέπασαν τα οικο νομικά σκάνδαλα. H συνωμοσία ξεσκεπάστηκε εγκαίρως. || ~ κπ., κάνω φανερές τις ατασθαλίες, τις κρυφές προθέσεις, αποκαλύπτω τον πραγματικό (κακό) χαρακτήρα κάποιου.
[μσν. ξεσκεπάζω < ξε- σκεπάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεσκεπάζω· ξησκεπάζω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Βγάζω, αφαιρώ το κάλυμμα από κ., ξεσκεπάζω:
- ξεσκέπασε (ενν. το βατσέλι) και δε τα (Ερωφ. Έ 377)·
- β) (προκ. για στέγη) αφαιρώ, ξηλώνω:
- (Πηγά, Χρυσοπ. 49 (2)).
- α) Βγάζω, αφαιρώ το κάλυμμα από κ., ξεσκεπάζω:
- 2)
- α) Βγάζω τα ρούχα κάπ., ξεγυμνώνω:
- Ορίζουν, ξεσκεπάζουν την, τα κάλλη της θωρούσι (Δεφ., Σωσ. 189)·
- β) (προκ. για μέρος του σώματος):
- (Εβρ. ελεγ. 174)·
- γ) (προκ. για το κεφάλι μαζί με το πρόσωπο) αποκαλύπτω (εδώ βγάζοντας την περικεφαλαία):
- (Ροδολ. Γ́ 509)·
- δ) φρ. ξεσκεπάζω τ’ αμμάτια μου = (μεταφ.) συνέρχομαι, «βλέπω» καθαρά, απροκατάληπτα, κατανοώ:
- (Ροδολ. Δ́ 268).
- α) Βγάζω τα ρούχα κάπ., ξεγυμνώνω:
- 3)
- α1) (Μεταφ.) αποκαλύπτω, φανερώνω:
- 'Σ τούτην … εξεσκέπασα τον πόθον της καρδιάς σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [31])·
- α2) (για πρόσωπο) «ξεμπροστιάζω»:
- στην 'πίβουλήν σου την κλεψιάν, αν σ’ είχα ξεσκεπάσει … (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [442])·
- α1) (Μεταφ.) αποκαλύπτω, φανερώνω:
- 1)
- β) ερμηνεύω, αναλύω:
- ξεσκεπάζω τόσον δόλιον λόγον (Πηγά, Χρυσοπ. 179 (21)).
- 4) Παύω να καλύπτω (εδώ για τα νερά της θάλασσας κατά το φαινόμενο της άμπωτης):
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 40).
- 5) (Για τάφρο) σκάβω, ανοίγω:
- (Αχέλ. 169).
- II. Μέσ.
- 1) Παύω να καλύπτομαι από κ.· φαίνομαι:
- ο Θεός εσταμάτησε τον κατακλυσμόν και … εξησκεπάσθη η γης (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 98r).
- 2) Ξεγυμνώνομαι:
- από τόσην μέθην οπού είχεν … εξησκεπάσθηκε και εφαίνετον η αισχύνη του (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 101v).
- 3) (Μεταφ.) αποκαλύπτομαι, γίνομαι γνωστός:
- διά να ξεσκεπαστούσι διαλογισμοί (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. β́ 35).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Που έχει άνοιγμα (στη μέση):
- μεγαλότατη τούρλα ξεσκεπασμένη (Προσκυν. Ιβ. 535 121).
- 2) Που (άθελά του) έχει αποκαλύψει κάπ. μυστικό του:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [590]).
- 1) Που έχει άνοιγμα (στη μέση):
[<στερ. ξε‑ + σκεπάζω. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.