Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεσηκωμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεσηκωμός ο [ksesikomós] Ο17 : εξέγερση, επανάσταση ενός λαού ή μιας μεγάλης οργανωμένης ομάδας ανθρώπων: Ο μεγάλος ~ του έθνους. Ο ~ των αγροτών στο Kιλελέρ.

[ξεσηκώ(νω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go