Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεκουρδίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκουρδίζω [ksekurδízo] -ομαι & ξεκουρντίζω [ksekurdízo] -ομαι Ρ2.1 : χαλαρώνω, ξεσφίγγω τις χορδές ενός μουσικού οργάνου ή τα ελατήρια ρολογιού. ANT κουρδίζω: Tο πιάνο ξεκουρδίστηκε. Tο ρολόι δε δουλεύει, είναι ξεκουρντισμένο.

[ξε- κουρδίζω, κουρντίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go