Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαϊλιάτζο
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μπαϊλιάτζο το· παλιάτζο.
  • Διοίκηση, διακυβέρνηση· το αξίωμα του μπάιλου, που κυβερνούσε το πριγκηπάτο του Μορέως στο όνομα του βασιλιά της Γαλλίας:
    • το … παλιάτσο του Μορέως (Χρον. Μορ. H 1891).

[<γαλλ. bailliage. Πβ. και το μεσν. λατ. balliagia. Λ. ‑λάντζο (<ιταλ. baillagio) στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες