Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μικρο
104 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικρό το [mikró] Ο38 : μονάδα μήκους ίση με το ένα εκατομμυριοστό του μέτρου.

[λόγ. < νλατ. micron (στη νέα σημ.) < αρχ. μικρόν ουδ. του επιθ. μικρός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικρο- 1 [mikro] & μικρό- [mikró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μικρ- [mikr], σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. I1. δηλώ νει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. είναι μικρό σε διαστάσεις: ~μούρης, ~μύτης, ~πρόσωπος· μικρόσωμος. ANT μεγαλο-1. || για τα μικρά γράμματα του αλφαβήτου: ~γράμματος. ANT μεγαλο-1. β. είναι μικρής ηλικίας: μικρανεψιός, ~μάνα. || σε σύνθετα ρήματα: ~δείχνω· ~παντρεύομαι, παντρεύομαι σε νεαρή ηλικία. ANT μεγαλο-1. 2α. (σε σύνθετα ουσ.) δηλώνει την ύπαρξη σε μικρή κλίμακα των χαρακτηριστικών που εκφράζει το β' συνθετικό: ~απατεώνας, ~επαγγελματίας, ~επιχειρηματίας, ~ϊδιοκτήτης, ~κτηματίας. ANT μεγαλο-2. β. (σε σύνθετα επίθ.) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σε μικρό βαθμό των στοιχείων που συνεπάγεται το β' συνθετικό: μικρόπνοος, ~πρεπής, μικρόψυχος. ANT μεγαλο-. 3. δηλώνει ότι είναι μικρό, ασήμα ντο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~διασπορά, ~διένεξη, ~δώρο, ~έξοδο, ~θίασος, ~λεπτομέρεια. II. (επιστ.) 1α. με αναφορά σε πολύ μικρού μεγέθους φαινόμενα σχετικά με αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~ηλεκτρονική, ~κυματοθεραπεία, ~τσίπ, ~χημεία· ~βαρόμετρο, ~χρονογράφος. β. με αναφορά στη χρήση (ηλεκτρονικού) μικροσκοπίου: ~μύκητας, ~τομή. 2. σε αντιδιαστολή με το μακρο-4 περιορίζει το εύρος του πεδίου μελέτης και έρευνας που καλύπτει αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μικρόκοσμος, ~πανίδα, ~περιβάλλον· ~κλιματολογία· ~οικονομική. 3. (ιατρ.) δηλώνει παθολογική κατάσταση κατά την οποία παρα τηρείται ανάπτυξη του μέρους του σώματος που εκφράζει το β' συνθετι κό σε διαστάσεις μικρότερες από αυτό που θεωρείται κανονικό ή συνηθι σμένο: μικρεγκεφαλία, ~γλωσσία, ~γναθία, ~δακτυλία. ANT μεγαλο-4, μακρο-3.

[αρχ. μικρ(ο)- & λόγ. < αρχ. μικρ(ο)- θ. του επιθ. μικρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. μικρο-πρεπής & λόγ. < διεθ. micr(o)- < αρχ. μικρ(ο)-: μικρο-οργανισμός, μικρο-σκόπιο, μικρό-φωνο < γαλλ. microorganisme, microscope, microphone (που ενισχύει κτ. μικρό), μικρο-φίλμ < αγγλ. microfilm & μτφρδ.: μικρο-αστός < γαλλ. petit bourgeois]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικρο- 2 : (φυσ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις (συχνά με β' συνθετικό λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής) που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία ισοδυναμεί με το ένα εκατομμυριοστό της μονάδας που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. μεγα- 2): ~βόλτ, ~γραμμάριο, ~ώμ: Ένα ~βόλτ ισοδυναμεί με το ένα εκατομμυριοστό του βολτ. || ~βολτόμετρο, ~ωμόμετρο, όργανο μέτρησης με υποδιαιρέσεις σε ~βόλτ κτλ. για τη μέτρηση ανάλογων μεγεθών.

[λόγ. < διεθ. micro- `ένα εκατομμυριοστό΄ < μικρο- 1 ως α' συνθ.: μικρο-φαράντ < micro- + farad]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροαμπέρ το [mikroambér] Ο (άκλ.) : (φυσ.) μονάδα έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος ίση με το ένα εκατομμυριοστό του αμπέρ.

[λόγ. < γαλλ. micro-ampère (micro- = μικρο- 2)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροαντίγραφο το [mikroandíγrafo] Ο41 : φωτογραφική αναπαραγωγή ενός αντικειμένου, η οποία χαρακτηρίζεται από πολύ μικρές διαστάσεις.

[λόγ. μικρο- 1 + αντίγραφον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροαντικείμενο το [mikroandikímeno] Ο40 : αντικείμενο με μικρές διαστάσεις, συνήθ. ευτελούς αξίας.

[λόγ. μικρο- 1 + αντικείμενον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροαπόλαυση η [mikroapólafsi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : χαρακτηρισμός των καθημερινών απολαύσεων της ζωής που μας προσφέρουν όμως χαρά και ευεξία.

[λόγ. μικρο- 1 + απόλαυ(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροαποσκευή η [mikroaposkeví] Ο29 : αποσκευή μικρού μεγέθους που συνήθ. μεταφέρεται με τα χέρια.

[λόγ. μικρο- 1 + αποσκευή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροαστικός -ή -ό [mikroastikós] Ε1 : α. που αποτελείται από μικροαστούς· (πρβ. μεγαλοαστικός): Mικροαστική τάξη. Mικροαστικά κοινωνικά στρώματα. β. που αναφέρεται στους μικροαστούς: ~ τρόπος ζωής. Mικροαστική ιδεολογία / αντίληψη / νοοτροπία. Mικροαστικό κόμμα.

[λόγ. μικροαστ(ός) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροαστός ο [mikroastós] Ο17 θηλ. μικροαστή [mikroastí] Ο29 : 1. αστός που ανήκει στο κατώτερο στρώμα της αστικής τάξης· (πρβ. μεγαλοαστός): Kόμμα των μικροαστών. Συμμαχία της εργατικής τάξης με τους μικροαστούς. 2. (μειωτ.) για κάθε άνθρωπο που χαρακτηρίζεται από τις ιδιότητες και ιδίως από τα ελαττώματα των μικροαστών.

[λόγ. μικρο- 1 + αστός μτφρδ. γαλλ. petit bourgeois· λόγ. μικροαστ(ός) -ή]

< Previous   [1] 2 3 4 5 ...11   Next >
Go to page:Go