Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
- μηχανικός ο [mixanikós] Ο17 θηλ. μηχανικός [mixanikós] Ο34 : 1. αυτός που διαθέτει τις σχετικές γνώσεις, ώστε να μπορεί να κάνει τη μελέτη, τη σχεδίαση και την επίβλεψη εργασιών που αφορούν μηχανήματα, δομικά έργα κτλ.: Διπλωματούχος ~. ANT πρακτικός ~. Σπουδάζει ~. Ένας ~ με δίπλωμα ανώτατης / ανώτερης / μέσης σχολής. Πολιτικός ~, που ασχολείται με τη μελέτη και την επίβλεψη της κατασκευής κτιρίων, γεφυρών, δρόμων κτλ. Xημικός ~, που ασχολείται με τις βιομηχανικές εφαρμογές της χημείας. Aρχιτέκτονας / μηχανολόγος / ηλεκτρολόγος / τοπογράφος ~. Πρώτος / δεύτερος / τρίτος ~ πλοίου. ~ αυτοκινήτων / αεροπλάνων. 2. (σπάν.) χειριστής μηχανήματος· (πρβ. μηχανικού).
[λόγ. < αρχ. μηχανικός σημδ. γαλλ. machiniste < machine < λατ. machina < αρχ. (δωρ. διάλ.) μαχανά (αττ., ιων. μηχανή) & σημδ. γαλλ. mécanicien < mécanique < λατ. mecanica < αρχ. μηχανική (πολιτικός μηχανικός: μτφρδ. γαλλ. ingénieur civil)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- μηχανικός, επίθ.
-
- 1) Ευφυής· επινοητικός, εφευρετικός:
- (Έκθ. χρον. 722).
- 2)
- α) Δόλιος· ραδιούργος· ύπουλος:
- το μηχανικόν … γένος, το των ευνούχων (Καλλίμ. 2286)·
- μηχανική παγίδα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1487)·
- β) κατασκευασμένος με σκοπό να εξαπατήσει:
- εποίησαν το ξυλάλογον μηχανικόν και έβαλαν απέσω άνδρας αρματωμένους (Τρωικά 53317)·
- έκφρ. τέχνη μηχανική = ραδιουργία, δολοπλοκία:
- (Σπαν. A 604).
- α) Δόλιος· ραδιούργος· ύπουλος:
- 3) Κατασκευασμένος με επινοητικότητα, με τέχνη:
- τα μηχανικά … πουλία εσυνερίζοντο … τα αισθητά και ζώντα (Διγ. Z 104).
- 4)
- α) Που αναφέρεται σε πολεμικές μηχανές, ιδ. πολιορκητικές:
- μηχανικά σκεύη (Δούκ. 34711)·
- ξύλα … μηχανικά (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 136)·
- β) πολιορκητικός:
- μηχανικάς πράξεις (Δούκ. 42322).
- α) Που αναφέρεται σε πολεμικές μηχανές, ιδ. πολιορκητικές:
- Το αρσ. ως ουσ. = εφευρέτης ή κατασκευαστής μηχανών ή γενικ. τεχνικών έργων:
- (Έκθ. χρον. 7212).
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = η πολιορκητική τέχνη· τρόποι και μέσα πολιορκίας:
- επιτήδειος ων περί τα μηχανικά πάσαν μηχανήν κατά της πόλεως του Δυρραχίου εκίνησε (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 283).
[αρχ. επίθ. μηχανικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ευφυής· επινοητικός, εφευρετικός:
- μηχανικός -ή -ό [mixanikós] Ε1 : I1. που έχει σχέση με τη μηχανή. α. που γίνεται με μηχανή: Mηχανική καλλιέργεια. β. που αφορά ορισμένη μηχα νή: Tο τρένο σταμάτησε από μηχανική βλάβη. γ. που αποτελείται από μηχανές: Mηχανικά μέσα. Ο ~ εξοπλισμός ενός εργοστασίου. δ. που λειτουργεί με μηχανή. 2. (ως ουσ.) το μηχανικό, το όπλο του στρατού που ασχολείται με την κατασκευή και τη συντήρηση τεχνικών έργων: Στρατιώτης που υπηρετεί στο μηχανικό. 3. (μτφ.) που γίνεται από τον άνθρωπο χωρίς την παρέμβαση της σκέψης ή της θέλησής του: Mηχανική δουλειά. Mηχανικές κινήσεις. Mηχανική απομνημόνευση / μνήμη, που στηρίζεται στην τυπική, στην εξωτερική συσχέτιση των πραγμάτων. II. που έχει σχέση με τη μηχανική, με την κίνηση των σωμάτων: Mηχανική ερμηνεία του σύμπαντος. Mηχανική ενέργεια. Mηχανικό έργο / ισοδύναμο. Οι ερεθισμοί που διεγείρουν το αισθητήριο της ακοής είναι αποκλειστικά μηχανικοί.
μηχανικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. I3: Δουλειά που επαναλαμβάνεται ~. [λόγ.: I1: αρχ. μηχανικός· Ι3, ΙΙ: σημδ. γαλλ. machi nal & αγγλ. mechanical· I2: σημδ. αγγλ. (corps of) engineers]