Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μηνύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηνύω [minío] -ομαι Ρ9 : κάνω μήνυση: Tον μήνυσε, επειδή την εξύβρισε. Έμπορος μηνύθηκε από την αγορανομία για υπερβολικό κέρδος.

[λόγ. < αρχ. μηνύω `αποκαλύπτω΄, παθ. `καταγγέλλομαι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μηνύω· μηνυώ.
— Βλ. και μηνώ.
  • Ά Μτβ.
    • 1) Προαναγγέλλω, πληροφορώ:
      • μηνύειν σοι τα μέλλοντα και προγινώσκειν τόσον (Γλυκά, Στ. 23· Διγ. Z 4248).
    • 2) Στέλνω μήνυμα, είδηση, γνωστοποιώ, αναγγέλλω:
      • (Σφρ., Χρον. 6416), (Κορων., Μπούας 22
      • εφώνησε τους φίλους του την λύτρωσιν μηνύων (Διγ. Z 3150).
    • 3) Προσκαλώ:
      • μηνυθείς (ενν. ο Ιμπρεΐμ μπασίας) υπό του αυθεντός, όπως συνδειπνήσῃ αυτῴ (Έκθ. χρον. 792).
  • Β́ (Αμτβ.) στέλνω μήνυμα, εντολή:
    • στον καπετάνιον έστειλε και μηνύει (Κορων., Μπούας 27).

[αρχ. μηνύω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go