Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταβυζαντινός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετα- [meta] & μετ- [met] ή μεθ- [meθ], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα & μετά- [metá] ή μέτ- [mét] ή μέθ- [méθ], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις και τα παράγωγά τους· συνήθ.: I. σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει: 1. πράξη που έχει σκοπό την αλλαγή της θέσης του αντικειμένου: μετακινώ, μεταφέρω, μεταφυτεύω, μετακίνηση, μετακόμιση, μεταφορά, μεταφύτευση. 2. (συνήθ. λόγ., επιστ.) επανάληψη της πράξης που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. ξανα-, ματα-): μεταπωλώ, μεταπώληση, μεταπρατικός. 3. πράξη με σκοπό την αλλαγή της κατάστασης του αντικειμένου: μεταλλάσσω, μεταγλωττίζω, μεταπλάθω, μεταποιώ, μεταστοιχειώνω, μετασχηματίζω· μεταλλαγή, μεταγλώττιση, μετάπλαση, μεταποίηση, μεταστοιχείωση· μετασχηματισμός· μεταλλαγμένος, μεταγλωττισμένος, μεταποιημένος. 4. δήλωση συμμετοχής: μεταδίδω, μεταλαμβάνω, μετέχω· μέτοχος. II1. (συνήθ. σε σύνθετα επίθετα) γι΄ αυτό που χρονικά ακολουθεί, που εμφανίζεται ύστερα από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μεταθανάτιος, μεταμεσονύκτιος· μεταμεσήμερο· μεταπόλεμος· μετέπειτα· συχνά ANT προ-: μεθεόρτιος, μετακατοχικός, μεταμεσημβρινός, μετασχολικός, μεταφθινοπωρινός· μεθεόρτια· μετασεισμός· (ιστ.) μεταβυζαντινός, μετακλασικός. 2. (γραμμ.) δηλώνει ότι η προσδιοριζόμενη παράγωγη λέξη παράγεται από το μέρος του λόγου που εκφράζει το β' συνθετικό: μεταρηματικός, μετεπιθετικός. III. για την επιστήμη, κλάδο επιστήμης, μέθοδο, τάση κτλ. που υπερβαίνει, ξεπερνά ή ασκεί κριτική σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μεταηθική, μεταμοντερνισμός· μεταμοντέρνος. IV. για τόπο που βρίσκεται: 1. ύστερα από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μετόπισθεν. (ανατ.) μετατάρσιο. 2. στη μέση, μεταξύ: (παρα)μεθόριος. (ανατ.) μεταίχμιο, μεταθώρακας. V. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: μέθεξη.

[λόγ. < αρχ. μετ(α)- < πρόθ. μετά `ανάμεσα, μαζί, ύστερα, αλλιώς΄ ως α' συνθ.: αρχ. μετα-δόρπιος `μετά το δείπνο΄, ελνστ. μετα-κάρπιον, μετα-φράζω, μετα-μόρφωσις & διεθ. met(a)- < λατ. met(a)- < αρχ. μετ(α)-: μετά-ζωα < νλατ. metazoa, μετα-βολισμός < γαλλ. metabolisme, μετα-γλώσσα, μετα-θεωρία < αγγλ. metalanguage, metatheory (θεωρία σε ανώτερο επίπεδο, για έλεγχο των επιστημονικών θεωριών) & μτφρδ.: μετα-σχηματιστής, μετα-κλασικός < γαλλ. transformateur, postclassique· λόγ. < αρχ. μεθ- < αρχ. μετ(α)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. μέθ-εξις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταβυζαντινός -ή -ό [metavizandinós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο ύστερα από την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας: Mεταβυζαντινή λογοτεχνία.

[λόγ. μετα- βυζαντινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες