Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μειονότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μειονότητα η [mionótita] Ο28 : 1. τμήμα, συνήθ. μικρό, του πληθυσμού ενός κράτους ή γενικά μιας χώρας, του οποίου τα μέλη διαφέρουν σε ορισμένο στοιχείο (φυλή, γλώσσα, θρησκεία κτλ.) από τον υπόλοιπο πληθυσμό: Εθνική / θρησκευτική ~. Δικαιώματα / καταπίεση / προστασία των μειονοτήτων. H μουσουλμανική ~ της Θράκης. H ελληνική ~ της Aλβανίας. 2. (σπάν.) μειοψηφία3.

[λόγ. μείον -ότης > -ότητα κατά το αντ. πλειονότης (δες πλειονότητα) μτφρδ. γαλλ. minorité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες