Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ματαιοπονώ [mateoponó] Ρ10.9α : ενεργώ χωρίς να πετυχαίνω το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: Mαταιοπονεί προσπαθώντας να μεταβάλει σε πραγματικότητα μια ουτοπία. Δεν έχεις καταλάβει ακόμη ότι ματαιοπονείς προσπαθώντας να με μεταπείσεις;
[λόγ. < αρχ. ματαιοπονῶ]