Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μακροχρόνιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακροχρόνιος -α -ο [makroxrónios] Ε6 : που διαρκεί επί μεγάλο χρονικό διάστημα: Ένας ~ πόλεμος. Mακροχρόνια εξέλιξη / διένεξη / αρρώστια. Έγιναν μακροχρόνιες προσπάθειες για την ανάπτυξη του τουρισμού της χώρας. Mακροχρόνιες διαπραγματεύσεις. Mακροχρόνια πείρα, που αποκτήθηκε σε μεγάλο χρονικό διάστημα. μακροχρόνια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μακροχρόνιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go